σούρβο

σούρβο
το
1. είδος οπωρικού.
2. πληθ. σούρβα, τα η νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σούρβο — το, Ν 1. ο καρπός τής σουρβιάς 2. κλαδί σουρβιάς 3. στον πληθ. τα σούρβα (στη Βόρεια Ελλάδα) τα κάλαντα Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σόρβος, με κώφωση τού –ο σε ου (βλ. λ. σόρβος)] …   Dictionary of Greek

  • σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… …   Dictionary of Greek

  • σούρβουλο — το, Ν είδος οπωρικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σούρβο + μούσπουλο «μούσμουλο» με συμφυρμό] …   Dictionary of Greek

  • σόρβο — Φυτό της υποοικογένειας των πομοειδών ή μηλοειδών της οικογένειας των Ροδιδών, που φτάνει σε ύψος 10 15 μ. Λέγεται και σόρβος ή σουρβιά. Οι καρποί του τρώγονται. Προέρχεται από την Ασία, απ’ όπου μεταφέρθηκε στην Ευρώπη και σήμερα το συναντούμε… …   Dictionary of Greek

  • σούρβουλο — το σούρβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”